επισιτίζω

επισιτίζω
επισίτισα, επισιτίστηκα, επισιτισμένος, μτβ., εφοδιάζω με τρόφιμα, τροφοδοτώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επισιτίζω — (AM ἐπισιτίζομαι) [σιτίζω] μέσ. ἐπισιτίζομαι εφοδιάζομαι με τα απαραίτητα τρόφιμα νεοελλ. εφοδιάζω κάποιον με τα αναγκαία τρόφιμα αρχ. μέσ. α) προμηθεύομαι κάποιο εφόδιο («ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι», Θουκ.) β) παρασιτώ …   Dictionary of Greek

  • ἐπισιτίζω — ἐπισῑτίζω , ἐπισιτίζομαι furnish oneself with food pres subj act 1st sg ἐπισῑτίζω , ἐπισιτίζομαι furnish oneself with food pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισιτισμός — ο (AM ἐπισιτισμός) [επισιτίζω] εφοδιασμός, προμήθεια τροφίμων («ο επισιτισμός τού στρατού») αρχ. αποθήκευση τροφίμων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”